βαρυκίνητος

βαρυκίνητος
και βαριοκίνητος, -η, -ο
1. αυτός που κινείται δύσκολα, ο βραδυκίνητος
2. εκείνος που μπορεί να μετατοπιστεί με δυσκολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαρυκίνητος — η, ο αυτός που κινείται δύσκολα, βαριά, ο δυσκίνητος, ο νωθρός: Το σώμα του είναι πολύ βαρυκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”